Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
View word page
προσκόπτω
προσκόπτω fut. ψω to strike one thing against another, τι πρός τι NTest.; so, πρ. τὸν δακτυλ όν που Arist. intr. to stumble or strike against, τινί Xen.:—metaph. to take offence at, τινί Polyb.

ShortDef

to strike

Debugging

Headword:
προσκόπτω
Headword (normalized):
προσκόπτω
Headword (normalized/stripped):
προσκοπτω
IDX:
28158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28191
Key:
prosko/ptw

Data

{'content': 'προσκόπτω\n fut. ψω\n to strike one thing against another, τι πρός τι NTest.; so, πρ. τὸν δακτυλ όν που Arist.\n intr. to stumble or strike against, τινί Xen.:—metaph. to take offence at, τινί Polyb.', 'key': 'prosko/ptw'}