Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
View word page
προσκοπή
προσκοπή from προσκοπέω προ-σκοπή, ἡ, a looking out for, Thuc.

ShortDef

a looking out for
an offence

Debugging

Headword:
προσκοπή
Headword (normalized):
προσκοπή
Headword (normalized/stripped):
προσκοπη
IDX:
28156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28189
Key:
proskoph/1

Data

{'content': 'προσκοπή\n from προσκοπέω\n προ-σκοπή, ἡ,\n a looking out for, Thuc.', 'key': 'proskoph/1'}