Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
View word page
προσκοπή
προσκοπή προσ-κοπή, ἡ, = πρόσκομμα an offence, Polyb.

ShortDef

a looking out for
an offence

Debugging

Headword:
προσκοπή
Headword (normalized):
προσκοπή
Headword (normalized/stripped):
προσκοπη
IDX:
28155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28188
Key:
proskoph/2

Data

{'content': 'προσκοπή\n προσ-κοπή, ἡ,\n = πρόσκομμα\n an offence, Polyb.', 'key': 'proskoph/2'}