Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
View word page
πρόσκομμα
πρόσκομμα πρόσκομμα, ατος, τό, προσκόπτω a stumble, stumbling, NTest.: an occasion of stumbling, NTest.: an offence, obstacle, NTest.
ShortDef
a stumble, stumbling
Debugging
Headword:
πρόσκομμα
Headword (normalized):
πρόσκομμα
Headword (normalized/stripped):
προσκομμα
IDX:
28153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28186
Key:
pro/skomma
Data
{'content': 'πρόσκομμα\n πρόσκομμα, ατος, τό,\n προσκόπτω\n a stumble, stumbling, NTest.: an occasion of stumbling, NTest.: an offence, obstacle, NTest.', 'key': 'pro/skomma'}