Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
View word page
προσκολλάω
προσκολλάω fut. ήσω to glue on or to:—Pass. to stick or cleave to, Plat., NTest.; πρός τινα NTest.

ShortDef

to glue on

Debugging

Headword:
προσκολλάω
Headword (normalized):
προσκολλάω
Headword (normalized/stripped):
προσκολλαω
IDX:
28151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28184
Key:
proskolla/w

Data

{'content': 'προσκολλάω\n fut. ήσω\n to glue on or to:—Pass. to stick or cleave to, Plat., NTest.; πρός τινα NTest.', 'key': 'proskolla/w'}