Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
View word page
προσκοινωνέω
προσκοινωνέω fut. ήσω to give one a share of a thing, τινὶ ἀπό τινος Dem.

ShortDef

to give

Debugging

Headword:
προσκοινωνέω
Headword (normalized):
προσκοινωνέω
Headword (normalized/stripped):
προσκοινωνεω
IDX:
28150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28183
Key:
proskoinwne/w

Data

{'content': 'προσκοινωνέω\n fut. ήσω\n to give one a share of a thing, τινὶ ἀπό τινος Dem.', 'key': 'proskoinwne/w'}