Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
View word page
προσκοιμίζομαι
προσκοιμίζομαι Pass. to lie down and sleep beside, ταῖς κώπαις Xen.

ShortDef

to lie down and sleep beside (see also προσκομίζω)

Debugging

Headword:
προσκοιμίζομαι
Headword (normalized):
προσκοιμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκοιμιζομαι
IDX:
28149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28182
Key:
proskoimi/zomai

Data

{'content': 'προσκοιμίζομαι\n Pass. to lie down and sleep beside, ταῖς κώπαις Xen.', 'key': 'proskoimi/zomai'}