Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
View word page
προσκνάομαι
προσκνάομαι inf. -κνῆσθαι Pass. or Mid. to rub oneself against, τινι Xen.
ShortDef
to rub oneself against
Debugging
Headword:
προσκνάομαι
Headword (normalized):
προσκνάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκναομαι
IDX:
28148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28181
Key:
proskna/omai
Data
{'content': 'προσκνάομαι\n inf. -κνῆσθαι\n Pass. or Mid. to rub oneself against, τινι Xen.', 'key': 'proskna/omai'}