Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνηνεμία
ἀνήνεμος
ἀνήνοθε
ἀνήνυστος
ἀνήνυτος
ἀνήνωρ
ἀνηπύω
ἄνη
ἀνήροτος
ἀνήρ
ἀνήσσητος
ἀνήφαιστος
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἄνθειον
ἀνθεκτέος
ἀνθέλκω
ἀνθέμιον
View word page
ἀνήσσητος
ἀνήσσητος = ἀήσσητος, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνήσσητος
Headword (normalized):
ἀνήσσητος
Headword (normalized/stripped):
ανησσητος
IDX:
2817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2818
Key:
a)nh/sshtos

Data

{'content': 'ἀνήσσητος\n = ἀήσσητος, Theocr.', 'key': 'a)nh/sshtos'}