Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
View word page
προσκληρόω
προσκληρόω aor pass -εκληρώθην Pass to be attached to, keep company with, NTest.
ShortDef
allot, assign, attribute; mid. be attached to, join
Debugging
Headword:
προσκληρόω
Headword (normalized):
προσκληρόω
Headword (normalized/stripped):
προσκληροω
IDX:
28143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28176
Key:
prosklhro/omai
Data
{'content': 'προσκληρόω\n aor pass -εκληρώθην\n Pass to be attached to, keep company with, NTest.', 'key': 'prosklhro/omai'}