Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
View word page
προσκλάομαι
προσκλάομαι Pass. to be shivered against, Xen.

ShortDef

to be shivered against

Debugging

Headword:
προσκλάομαι
Headword (normalized):
προσκλάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκλαομαι
IDX:
28142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28175
Key:
proskla/omai

Data

{'content': 'προσκλάομαι\n Pass. to be shivered against, Xen.', 'key': 'proskla/omai'}