Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
View word page
προσκιγκλίζομαι
προσκιγκλίζομαι Pass. to wag oneʼs tail, εὖ ποτεκιγκλίσδευ (Doric for -ίζου) how nimbly didst thou twist about! Theocr.
ShortDef
to wag one's tail
Debugging
Headword:
προσκιγκλίζομαι
Headword (normalized):
προσκιγκλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκιγκλιζομαι
IDX:
28141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28174
Key:
proskigkli/zomai
Data
{'content': 'προσκιγκλίζομαι\n Pass. to wag oneʼs tail, εὖ ποτεκιγκλίσδευ (Doric for -ίζου) how nimbly didst thou twist about! Theocr.', 'key': 'proskigkli/zomai'}