Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
View word page
προσκηδής
προσκηδής προσ-κηδής, ές κῆδος bringing into alliance or kindred, or, as others, kind, affectionate, Od. akin to, τινί Hdt.; προσκηδέες kinsfolk, Anth.
ShortDef
bringing into alliance; connected by marriage
Debugging
Headword:
προσκηδής
Headword (normalized):
προσκηδής
Headword (normalized/stripped):
προσκηδης
IDX:
28138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28171
Key:
proskhdh/s
Data
{'content': 'προσκηδής\n προσ-κηδής, ές\n κῆδος\n bringing into alliance or kindred, or, as others, kind, affectionate, Od.\n akin to, τινί Hdt.; προσκηδέες kinsfolk, Anth.', 'key': 'proskhdh/s'}