Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
προσκλύζω
View word page
προσκεφάλαιον
προσκεφάλαιον προσκεφάλαιον, ου, τό, a cushion for the head, pillow, Ar., etc.:—then, generally, any cushion, Theophr.
ShortDef
a cushion for the head, pillow
Debugging
Headword:
προσκεφάλαιον
Headword (normalized):
προσκεφάλαιον
Headword (normalized/stripped):
προσκεφαλαιον
IDX:
28137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28170
Key:
proskefa/laion
Data
{'content': 'προσκεφάλαιον\n προσκεφάλαιον, ου, τό,\n a cushion for the head, pillow, Ar., etc.:—then, generally, any cushion, Theophr.', 'key': 'proskefa/laion'}