Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλίνω
πρόσκλισις
View word page
προσκερδαίνω
προσκερδαίνω fut. ανῶ to gain besides, Dem.

ShortDef

to gain besides

Debugging

Headword:
προσκερδαίνω
Headword (normalized):
προσκερδαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσκερδαινω
IDX:
28136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28169
Key:
proskerdai/nw

Data

{'content': 'προσκερδαίνω\n fut. ανῶ\n to gain besides, Dem.', 'key': 'proskerdai/nw'}