Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
προσκληρόω
πρόσκλησις
View word page
προσκατηγορέω
προσκατηγορέω fut. ήσω to accuse besides, ἐπίδειξιν πρ. to accuse one also of making a display, Thuc.; πρ. τινὸς ὅτι . . Xen.

ShortDef

to accuse besides

Debugging

Headword:
προσκατηγορέω
Headword (normalized):
προσκατηγορέω
Headword (normalized/stripped):
προσκατηγορεω
IDX:
28134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28167
Key:
proskathgore/w

Data

{'content': 'προσκατηγορέω\n fut. ήσω\n to accuse besides, ἐπίδειξιν πρ. to accuse one also of making a display, Thuc.; πρ. τινὸς ὅτι . . Xen.', 'key': 'proskathgore/w'}