Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκλάομαι
View word page
προσκατατάσσω
προσκατατάσσω fut. ξω to append, subjoin, Polyb.

ShortDef

to append, subjoin

Debugging

Headword:
προσκατατάσσω
Headword (normalized):
προσκατατάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσκατατασσω
IDX:
28132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28165
Key:
proskatata/ssw

Data

{'content': 'προσκατατάσσω\n fut. ξω\n to append, subjoin, Polyb.', 'key': 'proskatata/ssw'}