Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
View word page
προσκατασύρω
προσκατασύρω to pull down besides, Anth.
ShortDef
to pull down besides
Debugging
Headword:
προσκατασύρω
Headword (normalized):
προσκατασύρω
Headword (normalized/stripped):
προσκατασυρω
IDX:
28131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28164
Key:
proskatasu/rw
Data
{'content': 'προσκατασύρω\n to pull down besides, Anth.', 'key': 'proskatasu/rw'}