Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
View word page
προσκατασκευάζω
προσκατασκευάζω fut. σω to furnish besides, Dem.

ShortDef

to furnish besides

Debugging

Headword:
προσκατασκευάζω
Headword (normalized):
προσκατασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσκατασκευαζω
IDX:
28130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28163
Key:
proskataskeua/zw

Data

{'content': 'προσκατασκευάζω\n fut. σω\n to furnish besides, Dem.', 'key': 'proskataskeua/zw'}