Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκηρυκεύομαι
View word page
προσκαταριθμέω
προσκαταριθμέω fut. ήσω to count besides, Plut.

ShortDef

to count besides

Debugging

Headword:
προσκαταριθμέω
Headword (normalized):
προσκαταριθμέω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταριθμεω
IDX:
28129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28162
Key:
proskatariqme/w

Data

{'content': 'προσκαταριθμέω\n fut. ήσω\n to count besides, Plut.', 'key': 'proskatariqme/w'}