Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
προσκατηγορέω
πρόσκειμαι
View word page
προσκαταλέγω
προσκαταλέγω fut. ξω to enrol besides or in addition to, τινάς τισι Plut.:—Pass., Plut. to reckon as belonging to, Strab.

ShortDef

to enrol besides

Debugging

Headword:
προσκαταλέγω
Headword (normalized):
προσκαταλέγω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταλεγω
IDX:
28125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28158
Key:
proskatale/gw

Data

{'content': 'προσκαταλέγω\n fut. ξω\n to enrol besides or in addition to, τινάς τισι Plut.:—Pass., Plut.\n to reckon as belonging to, Strab.', 'key': 'proskatale/gw'}