Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατίθημι
View word page
προσκαταισχύνω
προσκαταισχύνω fut. υνῶ to disgrace still further, Plut.
ShortDef
to disgrace still further
Debugging
Headword:
προσκαταισχύνω
Headword (normalized):
προσκαταισχύνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταισχυνω
IDX:
28123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28156
Key:
proskataisxu/nw
Data
{'content': 'προσκαταισχύνω\n fut. υνῶ\n to disgrace still further, Plut.', 'key': 'proskataisxu/nw'}