Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασύρω
View word page
προσκατάβλημα
προσκατάβλημα προσ-κατάβλημα, ατος, τό, καταβάλλω that which is paid besides: in pl. sums paid to make up a deficiency in the revenue, Dem.

ShortDef

that which is paid besides

Debugging

Headword:
προσκατάβλημα
Headword (normalized):
προσκατάβλημα
Headword (normalized/stripped):
προσκαταβλημα
IDX:
28121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28154
Key:
proskata/blhma

Data

{'content': 'προσκατάβλημα\n προσ-κατάβλημα, ατος, τό,\n καταβάλλω\n that which is paid besides: in pl. sums paid to make up a deficiency in the revenue, Dem.', 'key': 'proskata/blhma'}