Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
View word page
προσκαταβαίνω
προσκαταβαίνω fut. -βήσομαι to descend besides, Anth.

ShortDef

to descend besides

Debugging

Headword:
προσκαταβαίνω
Headword (normalized):
προσκαταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταβαινω
IDX:
28120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28153
Key:
proskatabai/nw

Data

{'content': 'προσκαταβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to descend besides, Anth.', 'key': 'proskatabai/nw'}