Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσιτέος
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκατανέμω
View word page
προσκαρτερέω
προσκαρτερέω fut. ήσω to persist obstinately in, Xen., etc. to adhere firmly to a man, be faithful to him, τινί Dem.
ShortDef
to persist obstinately in
Debugging
Headword:
προσκαρτερέω
Headword (normalized):
προσκαρτερέω
Headword (normalized/stripped):
προσκαρτερεω
IDX:
28118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28151
Key:
proskartere/w
Data
{'content': 'προσκαρτερέω\n fut. ήσω\n to persist obstinately in, Xen., etc.\n to adhere firmly to a man, be faithful to him, τινί Dem.', 'key': 'proskartere/w'}