Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσίσχω
προσιτέος
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
View word page
προσκάρδιος
προσκάρδιος Doric ποτι-κ-, ον at the heart, Bion.
ShortDef
at the heart
Debugging
Headword:
προσκάρδιος
Headword (normalized):
προσκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
προσκαρδιος
IDX:
28117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28150
Key:
proska/rdios
Data
{'content': 'προσκάρδιος\n Doric ποτι-κ-, ον\n at the heart, Bion.', 'key': 'proska/rdios'}