Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτέος
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
προσκατακλείω
View word page
πρόσκαιρος
πρόσκαιρος πρόσ-καιρος, ον, for a season, temporary, NTest., Luc.

ShortDef

for a season, temporary

Debugging

Headword:
πρόσκαιρος
Headword (normalized):
πρόσκαιρος
Headword (normalized/stripped):
προσκαιρος
IDX:
28114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28147
Key:
pro/skairos

Data

{'content': 'πρόσκαιρος\n πρόσ-καιρος, ον,\n for a season, temporary, NTest., Luc.', 'key': 'pro/skairos'}