Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτέος
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχύνω
View word page
προσκαθίστημι
προσκαθίστημι fut. -στήσω to appoint besides, Plut.

ShortDef

to appoint besides

Debugging

Headword:
προσκαθίστημι
Headword (normalized):
προσκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσκαθιστημι
IDX:
28113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28146
Key:
proskaqi/sthmi

Data

{'content': 'προσκαθίστημι\n fut. -στήσω\n to appoint besides, Plut.', 'key': 'proskaqi/sthmi'}