Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσικνέομαι
προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτέος
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
View word page
προσκαθίζω
προσκαθίζω to sit down by or near, c. acc., θᾶκον οὐκ εὐδαίμονα Eur.; absol., Plat.:—Mid. to sit idle, Aeschin. to sit down before a town, Polyb.

ShortDef

to sit down by

Debugging

Headword:
προσκαθίζω
Headword (normalized):
προσκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκαθιζω
IDX:
28112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28145
Key:
proskaqi/zw

Data

{'content': 'προσκαθίζω\n to sit down by or near, c. acc., θᾶκον οὐκ εὐδαίμονα Eur.; absol., Plat.:—Mid. to sit idle, Aeschin.\n to sit down before a town, Polyb.', 'key': 'proskaqi/zw'}