Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσίημι
προσικνέομαι
προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτέος
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαταβαίνω
προσκατάβλημα
View word page
προσκάθημαι
προσκάθημαι Ionic -κάτημαι properly perf. of προσκαθέζομαι to be seated by or near, live with, τινι Hdt., Theophr. to sit down against a town, besiege it, Lat. obsidere, Hdt., Thuc., etc.

ShortDef

to be seated by

Debugging

Headword:
προσκάθημαι
Headword (normalized):
προσκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
προσκαθημαι
IDX:
28111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28144
Key:
proska/qhmai

Data

{'content': 'προσκάθημαι\n Ionic -κάτημαι\n properly perf. of προσκαθέζομαι\n to be seated by or near, live with, τινι Hdt., Theophr.\n to sit down against a town, besiege it, Lat. obsidere, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'proska/qhmai'}