Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσθύμιος
προσιζάνω
προσίζω
προσίημι
προσικνέομαι
προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτέος
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
View word page
προσιτέος
προσιτέος προσῐτέος, ον, verb. adj. of πρόσειμι εἶμι ibo one must go to or approach, Xen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσιτέος
Headword (normalized):
προσιτέος
Headword (normalized/stripped):
προσιτεος
IDX:
28108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28141
Key:
prosite/os

Data

{'content': 'προσιτέος\n προσῐτέος, ον,\n verb. adj. of πρόσειμι\n εἶμι ibo\n one must go to or approach, Xen.', 'key': 'prosite/os'}