Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
προσθύμιος
προσιζάνω
προσίζω
προσίημι
προσικνέομαι
προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτέος
προσκαθέζομαι
View word page
προσιζάνω
προσιζάνω to sit by or near, c. acc., πρὸς ἄλλοτʼ ἄλλον πημονὴ πρ. Aesch.:—metaph., c. dat., to cleave to, cling to, ἀρά μοι πρ. Aesch.
ShortDef
to sit by
Debugging
Headword:
προσιζάνω
Headword (normalized):
προσιζάνω
Headword (normalized/stripped):
προσιζανω
IDX:
28099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28132
Key:
prosiza/nw
Data
{'content': 'προσιζάνω\n to sit by or near, c. acc., πρὸς ἄλλοτʼ ἄλλον πημονὴ πρ. Aesch.:—metaph., c. dat., to cleave to, cling to, ἀρά μοι πρ. Aesch.', 'key': 'prosiza/nw'}