Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
προσθύμιος
προσιζάνω
προσίζω
προσίημι
προσικνέομαι
προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
View word page
προσθόδομος
προσθόδομος προσθό-δομος, ὁ, the former lord of a house, Aesch.
ShortDef
the former lord of a house
Debugging
Headword:
προσθόδομος
Headword (normalized):
προσθόδομος
Headword (normalized/stripped):
προσθοδομος
IDX:
28096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28129
Key:
prosqo/domos
Data
{'content': 'προσθόδομος\n προσθό-δομος, ὁ,\n the former lord of a house, Aesch.', 'key': 'prosqo/domos'}