Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσηῷος
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
προσθύμιος
προσιζάνω
προσίζω
προσίημι
προσικνέομαι
προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
View word page
πρόσθιος
πρόσθιος πρόσθιος, α, ον πρόσθεν the foremost, opp. to ὀπίσθιος, οἱ πρ. πόδες the fore-feet, Hdt., etc.;— οἱ πρ. ὀδόντες, Arist.; χοροὶ οἱ πρ. the front rows of teeth, Ar.
ShortDef
the foremost
Debugging
Headword:
πρόσθιος
Headword (normalized):
πρόσθιος
Headword (normalized/stripped):
προσθιος
IDX:
28095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28128
Key:
pro/sqios
Data
{'content': 'πρόσθιος\n πρόσθιος, α, ον\n πρόσθεν\n the foremost, opp. to ὀπίσθιος, οἱ πρ. πόδες the fore-feet, Hdt., etc.;— οἱ πρ. ὀδόντες, Arist.; χοροὶ οἱ πρ. the front rows of teeth, Ar.', 'key': 'pro/sqios'}