Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσημασία
προσήνεμος
προσηνής
προσηχέω
προσηῷος
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
προσθύμιος
προσιζάνω
προσίζω
προσίημι
View word page
προσθέω
προσθέω fut. -θεύσομαι to run towards or to one, c. dat., τινί Thuc., Xen.; absol., Xen.
ShortDef
to run towards
Debugging
Headword:
προσθέω
Headword (normalized):
προσθέω
Headword (normalized/stripped):
προσθεω
IDX:
28091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28124
Key:
prosqe/w
Data
{'content': 'προσθέω\n fut. -θεύσομαι\n to run towards or to one, c. dat., τινί Thuc., Xen.; absol., Xen.', 'key': 'prosqe/w'}