Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσημαίνω
προσημασία
προσήνεμος
προσηνής
προσηχέω
προσηῷος
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
προσθύμιος
προσιζάνω
προσίζω
View word page
πρόσθετος
πρόσθετος πρόσθετος, ον, verb. adj. of προστίθημι added, put on, of false hair, Xen. Lat. addictus, given up to the creditor, Plut.

ShortDef

added, put on

Debugging

Headword:
πρόσθετος
Headword (normalized):
πρόσθετος
Headword (normalized/stripped):
προσθετος
IDX:
28090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28123
Key:
pro/sqetos

Data

{'content': 'πρόσθετος\n πρόσθετος, ον,\n verb. adj. of προστίθημι\n added, put on, of false hair, Xen.\n Lat. addictus, given up to the creditor, Plut.', 'key': 'pro/sqetos'}