Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημασία
προσήνεμος
προσηνής
προσηχέω
προσηῷος
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
προσθύμιος
προσιζάνω
View word page
προσθετέος
προσθετέος προσθετέος, ον, verb. adj. one must attribute, τινί τι Xen.
ShortDef
one must attribute
Debugging
Headword:
προσθετέος
Headword (normalized):
προσθετέος
Headword (normalized/stripped):
προσθετεος
IDX:
28089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28122
Key:
prosqete/os
Data
{'content': 'προσθετέος\n προσθετέος, ον,\n verb. adj.\n one must attribute, τινί τι Xen.', 'key': 'prosqete/os'}