Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημασία
προσήνεμος
προσηνής
προσηχέω
προσηῷος
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
προσθύμιος
View word page
πρόσθεσις
πρόσθεσις πρόσ-θεσις, εως, a putting to, application of ladders to a wall, Thuc.; of the cupping-glass, Arist. an adding, addition, Plat.
ShortDef
a putting to, application
Debugging
Headword:
πρόσθεσις
Headword (normalized):
πρόσθεσις
Headword (normalized/stripped):
προσθεσις
IDX:
28088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28121
Key:
pro/sqesis
Data
{'content': 'πρόσθεσις\n πρόσ-θεσις, εως,\n a putting to, application of ladders to a wall, Thuc.; of the cupping-glass, Arist.\n an adding, addition, Plat.', 'key': 'pro/sqesis'}