Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσηγορικός
προσήγορος
προσηκόντως
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημασία
προσήνεμος
προσηνής
προσηχέω
προσηῷος
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθετέος
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
View word page
προσήνεμος
προσήνεμος προσ-ήνεμος, ον, ἄνεμος towards the wind, to windward, opp. to ὑπήνεμος, Xen.

ShortDef

towards the wind, to windward

Debugging

Headword:
προσήνεμος
Headword (normalized):
προσήνεμος
Headword (normalized/stripped):
προσηνεμος
IDX:
28082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28115
Key:
prosh/nemos

Data

{'content': 'προσήνεμος\n προσ-ήνεμος, ον,\n ἄνεμος\n towards the wind, to windward, opp. to ὑπήνεμος, Xen.', 'key': 'prosh/nemos'}