Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσηκόντως
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημασία
προσήνεμος
προσηνής
προσηχέω
προσηῷος
προσθακέω
πρόσθεν
πρόσθεσις
View word page
προσήλυτος
προσήλυτος προσήλῠτος, ον, προσελήλυθα one that has arrived at a place, a sojourner, Lat. advena: one who has come over to Judaism, a convert, proselyte, NTest.

ShortDef

a new arrival, stranger, convert

Debugging

Headword:
προσήλυτος
Headword (normalized):
προσήλυτος
Headword (normalized/stripped):
προσηλυτος
IDX:
28078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28111
Key:
prosh/lutos

Data

{'content': 'προσήλυτος\n προσήλῠτος, ον,\n προσελήλυθα\n one that has arrived at a place, a sojourner, Lat. advena: one who has come over to Judaism, a convert, proselyte, NTest.', 'key': 'prosh/lutos'}