Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσέχω
προσεῷος
προσζεύγνυμι
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσηκόντως
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημασία
προσήνεμος
προσηνής
προσηχέω
View word page
προσηκόντως
προσηκόντως suitably, fitly, duly, πρ. τῇ πόλει as beseems the dignity of the state, Thuc. from προσήκω
ShortDef
suitably, fitly, duly
Debugging
Headword:
προσηκόντως
Headword (normalized):
προσηκόντως
Headword (normalized/stripped):
προσηκοντως
IDX:
28074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28107
Key:
proshko/ntws
Data
{'content': 'προσηκόντως\n suitably, fitly, duly, πρ. τῇ πόλει as beseems the dignity of the state, Thuc.\n from προσήκω', 'key': 'proshko/ntws'}