Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεφέλκομαι
προσεχής
προσέχω
προσεῷος
προσζεύγνυμι
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσηκόντως
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημασία
προσήνεμος
View word page
προσηγορικός
προσηγορικός προσηγορικός, ή, όν from προσηγορέω of or for addressing, πρ. ὄνομα the Roman praenomen or cognomen, Plut.
ShortDef
of or for addressing
Debugging
Headword:
προσηγορικός
Headword (normalized):
προσηγορικός
Headword (normalized/stripped):
προσηγορικος
IDX:
28072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28105
Key:
proshgoriko/s
Data
{'content': 'προσηγορικός\n προσηγορικός, ή, όν\n from προσηγορέω\n of or for addressing, πρ. ὄνομα the Roman praenomen or cognomen, Plut.', 'key': 'proshgoriko/s'}