Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκομαι
προσεχής
προσέχω
προσεῷος
προσζεύγνυμι
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσηκόντως
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
View word page
πρόσηβος
πρόσηβος πρόσ-ηβος, ον, ἥβη near manhood, Xen.

ShortDef

near manhood

Debugging

Headword:
πρόσηβος
Headword (normalized):
πρόσηβος
Headword (normalized/stripped):
προσηβος
IDX:
28068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28101
Key:
pro/shbos

Data

{'content': 'πρόσηβος\n πρόσ-ηβος, ον,\n ἥβη\n near manhood, Xen.', 'key': 'pro/shbos'}