Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσευθύνω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκομαι
προσεχής
προσέχω
προσεῷος
προσζεύγνυμι
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσηκόντως
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
View word page
προσζημιόω
προσζημιόω fut. ώσω to punish besides, Plat.
ShortDef
to punish besides
Debugging
Headword:
προσζημιόω
Headword (normalized):
προσζημιόω
Headword (normalized/stripped):
προσζημιοω
IDX:
28067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28100
Key:
proszhmio/w
Data
{'content': 'προσζημιόω\n fut. ώσω\n to punish besides, Plat.', 'key': 'proszhmio/w'}