Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
View word page
ἀγροβότης
ἀγροβότης βόσκω feeding in the field, dwelling in the country, Soph., Eur.
ShortDef
feeding in the field, dwelling in the country
Debugging
Headword:
ἀγροβότης
Headword (normalized):
ἀγροβότης
Headword (normalized/stripped):
αγροβοτης
IDX:
281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n281
Key:
a)grobo/ths
Data
{'content': 'ἀγροβότης\n βόσκω\n feeding in the field, dwelling in the country, Soph., Eur.', 'key': 'a)grobo/ths'}