Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσευθύνω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκομαι
προσεχής
προσέχω
προσεῷος
προσζεύγνυμι
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορία
προσηγορικός
View word page
προσεφέλκομαι
προσεφέλκομαι Mid. to draw after one besides: metaph. to invite persons (to be citizens), Arist.

ShortDef

to draw after one besides

Debugging

Headword:
προσεφέλκομαι
Headword (normalized):
προσεφέλκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεφελκομαι
IDX:
28062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28095
Key:
prosefe/lkomai

Data

{'content': 'προσεφέλκομαι\n Mid. to draw after one besides: metaph. to invite persons (to be citizens), Arist.', 'key': 'prosefe/lkomai'}