Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσευθύνω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκομαι
προσεχής
προσέχω
View word page
προσεταιρίζομαι
προσεταιρίζομαι Mid. to take to oneself as a friend, associate with oneself, τινα Hdt.

ShortDef

to take to oneself as a friend, associate with oneself

Debugging

Headword:
προσεταιρίζομαι
Headword (normalized):
προσεταιρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεταιριζομαι
IDX:
28054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28087
Key:
prosetairi/zomai

Data

{'content': 'προσεταιρίζομαι\n Mid. to take to oneself as a friend, associate with oneself, τινα Hdt.', 'key': 'prosetairi/zomai'}