Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσευθύνω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκομαι
προσεχής
View word page
προσέσπερος
προσέσπερος προσ-έσπερος, Doric ποθέσπερος, ον, = προσ-εσπέριος: τὰ ποθέσπερα, as adv. towards evening, Theocr.

ShortDef

towards evening

Debugging

Headword:
προσέσπερος
Headword (normalized):
προσέσπερος
Headword (normalized/stripped):
προσεσπερος
IDX:
28053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28086
Key:
prose/speros

Data

{'content': 'προσέσπερος\n προσ-έσπερος, Doric ποθέσπερος, ον,\n = προσ-εσπέριος: τὰ ποθέσπερα, as adv. towards evening, Theocr.', 'key': 'prose/speros'}