Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσευθύνω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
View word page
προσερωτάω
προσερωτάω fut. ήσω to question besides, τινά Plat.; Pass., Xen. c. acc. rei, to ask besides, Arist.

ShortDef

to question besides

Debugging

Headword:
προσερωτάω
Headword (normalized):
προσερωτάω
Headword (normalized/stripped):
προσερωταω
IDX:
28051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28084
Key:
proserwta/w

Data

{'content': 'προσερωτάω\n fut. ήσω\n to question besides, τινά Plat.; Pass., Xen.\n c. acc. rei, to ask besides, Arist.', 'key': 'proserwta/w'}