Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσευθύνω
προσευπορέω
View word page
προσερίζω
προσερίζω Doric ποτ-ερίσδω fut. σω to strive with or against, Theocr.

ShortDef

to strive with

Debugging

Headword:
προσερίζω
Headword (normalized):
προσερίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεριζω
IDX:
28048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28081
Key:
proseri/zw

Data

{'content': 'προσερίζω\n Doric ποτ-ερίσδω\n fut. σω\n to strive with or against, Theocr.', 'key': 'proseri/zw'}